νέπας

νέπας
νέπας, ὁ (Α)
σκορπιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nepa «σκορπιός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νέπα — Ετερόπτερα έντομα της οικογένειας των Νεπιδών. Ένα είδος διαδεδομένο στην Ευρώπη είναι η ν. η τεφρόχρους (nepa cinerea) που έχει μήκος περίπου 18 χιλιοστά, με σώμα ωοειδές, πολύ πεπλατυσμένο· ζει στα λιμνάζοντα νερά, αναπνέοντας με ένα λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”